- τρισάθλιος
- -α, -ο / τρισάθλιος, -ία, -ον, ΝΜΑτρεις φορές δυστυχισμένος, αξιολύπητος, δυστυχέστατος (α. «ταπεινότατη σού γέρνει / η τρισάθλια κεφαλή», Σολωμ.β. «εἰσῆλθε τοῖν τρισαθλίοιν ἔρις κακή», Σοφ.)νεοελλ.1. κακοηθέστατος2. φρ. «ελεεινός και τρισάθλιος» — κατώτατης ποιότητας από κάθε άποψη.επίρρ...τρισαθλίως ΝΜΑ, και τρισάθλια Νμε τρόπο που προκαλεί τον οίκτονεοελλ.ελεεινότατα, κακοηθέστατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι-* + ἄθλιος].
Dictionary of Greek. 2013.